- παραπλήρωσις
- παραπλήρωσιςfilling upfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραπλήρωσις — ἡ [παραπληρώ] η υπερπλήρωση, το παραγέμισμα («τὸ δὲ μή πώ τι ἀργήν ἔχει τὴν παραπλήρωσιν ἔστι γὰρ ἀντὶ τοῡ μή τι, περιττοῡ κειμένου τοῡ πω», Ευστ.) … Dictionary of Greek
παραπληρώσει — παραπλήρωσις filling up fem nom/voc/acc dual (attic epic) παραπληρώσεϊ , παραπλήρωσις filling up fem dat sg (epic) παραπλήρωσις filling up fem dat sg (attic ionic) παραπληρόω fill up aor subj act 3rd sg (epic) παραπληρόω fill up fut ind mid 2nd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπλήρωσιν — παραπλήρωσις filling up fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπληρώσεως — παραπληρώσεω̆ς , παραπλήρωσις filling up fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)